- σπίτωμα
- τοεγκατάσταση σε σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπίτωμα — το, Ν [σπιτώνω] 1. η εγκατάσταση σε σπίτι, η εξασφάλιση κατοικίας 2. η εγκατάσταση ερωμένης σε ιδιαίτερη κατοικία … Dictionary of Greek